Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταθλίβω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταθλίβω [kataθlívo] -ομαι Ρ αόρ. κατέθλιψα, απαρέμφ. καταθλίψει (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) : προκαλώ σε κπ.: α. βαθιά μελαγχολία, κατάθλιψη: Aυτή η συννεφιά / το περιβάλλον του νοσοκομείου με καταθλίβει. β. μεγάλη θλίψη: H είδηση του θανάτου του μας κατέθλιψε.

[λόγ. < ελνστ. καταθλίβω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες