Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταθέτης ο [kataθétis] Ο10 θηλ. καταθέτρια [kataθétria] Ο27 : αυτός που κάνει μια κατάθεση ή που έχει καταθέσεις σε κάποιο πιστωτικό ίδρυμα: Στόχος των τραπεζών είναι η προσέλκυση νέων καταθετών. Mικροί / μεγάλοι καταθέτες, με μικρές / με μεγάλες καταθέσεις.
[λόγ. καταθέ(τω) -της απόδ. γαλλ. déposant· λόγ. καταθέ(της) -τρια]



