Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καταδρομικό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταδρομικό το [kataδromikó] Ο38 : πολεμικό πλοίο, εξοπλισμένο με πυροβόλα, πυραύλους κτλ. και ικανό να αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα, που χρησιμοποιείται για την καταστροφή ή για την προστασία πολεμικών ή εμπορικών πλοίων.

[λόγ. καταδρομ(ή) -ικόν, ουδ. του -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go