Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καταδρομή
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταδρομή η [kataδromí] Ο29 : 1. αιφνιδιαστική εχθρική ενέργεια, κυρίως στον πληθυντικό, ως στρατιωτικός όρος, δυνάμεις καταδρομών, επίλεκτες στρατιωτικές μονάδες με ειδική οργάνωση και εκπαίδευση, κατάλληλες για δύσκολες αποστολές. Λόχος Ορεινών Kαταδρομών (ΛΟK). 2. (μτφ.) κατατρεγμός, κυρίως στη λόγια έκφραση ~ της τύχης.

[λόγ. < αρχ. καταδρομή]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go