Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταδιωγμός ο [kataδioγmós] Ο17 : η συνεχής προσπάθεια να βλάψω κπ., κυρίως με αθέμιτα μέσα.
[λόγ. καταδιωκ- (καταδιώκω) -μός με αφομ. ηχηρ. [km > γm] απόδ. γαλλ. persécution]



