Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταδικασθείς -είσα -έν [kataδikasθís] Ε12γ : (λόγ.) που τον έχουν καταδικάσει, κυρίως με δικαστική απόφαση, συνήθ. ως ουσ. οι καταδικασθέντες: Οι καταδικασθέντες οδηγήθηκαν στις φυλακές.
[λόγ. < αρχ. καταδικασθείς μτχ. παθ. αορ. του καταδικάζω]



