Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταγλαΐζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
καταγλαΐζω.
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = περίφημος, ξακουστός:
    • (Διγ. Z 4501).

[μτγν. καταγλαΐζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες