Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταγεγραμμένος -η -ο [katajeγraménos] Ε3 : (λόγ.) που τον έχουν καταγράψει, που έχει καταγραφεί· καταγραμμένος.
[λόγ. < αρχ. καταγεγραμμένος μππ. του καταγράφω]



