Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταγεγραμμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταγεγραμμένος -η -ο [katajeγraménos] Ε3 : (λόγ.) που τον έχουν καταγράψει, που έχει καταγραφεί· καταγραμμένος.

[λόγ. < αρχ. καταγεγραμμένος μππ. του καταγράφω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες