Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταβρόχθιση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταβρόχθιση η [katavróxθisi] Ο33 : η ενέργεια του καταβροχθίζω. I. το να τρώει κάποιος λαίμαργα μεγάλη ποσότητα τροφής. II. (μτφ.) 1. κατασπατάληση μεγάλων χρηματικών ποσών. 2. ολοκληρωτική καταστροφή από φυσικά στοιχεία ή από σκληρό ανταγωνισμό. 3. λαίμαργη απόλαυση με το μυαλό ή τις αισθήσεις.

[λόγ. καταβροχθι- (καταβροχθίζω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες