Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καταβρομισμένος, μτχ. επίθ.
-
- Που βγάζει πολύ άσχημη μυρωδιά:
- καμήλα, μυσερή και καταβρομισμένη (Διήγ. παιδ. 796).
[<πρόθ. κατά + μτχ. παρκ. του βρομίζω· πβ. καταβρομώ]
- Που βγάζει πολύ άσχημη μυρωδιά:



