Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταβολάδα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταβολάδα η [katavoláδa] Ο26 : 1. μέθοδος πολλαπλασιασμού των φυτών, κατά την οποία ένα κλαδί, χωρίς να αποκοπεί από τον κορμό, φυτεύεται στη γη για να σχηματίσει καινούρια ρίζα: Έβαλε στο αμπέλι καταβολάδες. Πολλαπλασιασμός με καταβολάδες ή με παραφυάδες. 2. φυτό που προέρχεται από καταβολάδα: Aυτό το κλήμα είναι ~.

[ελνστ. καταβολάς, αιτ. -άδα `κλαδί΄ ή κατα- αρχ. *βολάς, αιτ. -άδα]

[Λεξικό Κριαρά]
καταβολάδα η.
  • Κλαδί που φυτεύεται χωρίς ν’ αποσπαστεί από τον κορμό του:
    • T’ αμπέλι μου εξανάνιωνα με τσι καταβολάδες (Πανώρ. Γ´ 316).

[<παλαιότ. ουσ. καταβολάς (Ησύχ.) <καταβάλλω (βλ. Παπαδόπουλος Α., Αθ. 55, 1951, 114). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες