Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταβεβλημένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταβεβλημένος -η -ο [katavevliménos] Ε3 : για κπ. του οποίου η εξωτερική εμφάνιση φανερώνει την εξασθένηση των σωματικών του δυνάμεων ή τη γήρανση του οργανισμού του: Έκανε μια σοβαρή εγχείρηση και είναι ακόμη πολύ ~. Είναι ~, δείχνει πολύ μεγαλύτερος από όσο είναι.

[λόγ. μππ. του καταβάλλω απόδ. γαλλ. accablé]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες