Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταβεβλημένος -η -ο [katavevliménos] Ε3 : για κπ. του οποίου η εξωτερική εμφάνιση φανερώνει την εξασθένηση των σωματικών του δυνάμεων ή τη γήρανση του οργανισμού του: Έκανε μια σοβαρή εγχείρηση και είναι ακόμη πολύ ~. Είναι ~, δείχνει πολύ μεγαλύτερος από όσο είναι.
[λόγ. μππ. του καταβάλλω απόδ. γαλλ. accablé]



