Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταβασία η [katavasía] Ο25 : (εκκλ.) ειρμός που ψάλλεται στην αρχή και στο τέλος του κανόνα.
[λόγ. < ελνστ. καταβασία `κατάβαση΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]



