Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταβαραθρώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταβαραθρώνω [katavaraθróno] -ομαι Ρ1 : προκαλώ την πλήρη αποτυχία, τη μεγάλη καταστροφή ενός προσώπου, έργου ή θεσμού: Tο κόμμα του καταβαραθρώθηκε στις εκλογές. Mε την τακτική που ακολούθησε καταβαράθρωσε οικονομικά την οικογένειά του. Tίποτε δεν μπορεί να σώσει μια καταβαραθρωμένη οικονομία.

[λόγ. καταβαραθρ(ώ) -ώνω < κατα- βάραθρ(ον) -ώ απόδ. γαλλ. abîmer, s΄abîmer]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες