Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατίν
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
κατίν το.
  • Γατάκι:
    • (Hist. imp. 71).

[<ουσ. κάτα + κατάλ. -ίν. Βλ. και γατί, κατσί(ν). Τ. –ί, κ.ά. σήμ. ιδιώμ. (ΙΛ, λ. γαττί)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Kατίνα η [katína] Ο25α : (μειωτ.) χαρακτηρισμός: α. γυναίκας που θεωρείται ότι υστερεί σε μόρφωση και παιδεία. β. ανθρώπου, συνήθ. γυναίκας, που σχολιάζει, κουτσομπολεύει.

[γαλλ. catin `κακόφημη κοπέλα΄, υποκορ. του ον. Catherine = Kατερίνα, παρετυμ. Kατίνα]

[Λεξικό Κριαρά]
κάτινας, αντων.,
βλ. κάτις.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες