Παράλληλη αναζήτηση
| 10 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατέβα το [katéva] Ο (άκλ.) : (προφ.) το κατέβασμα από κατηφορικό δρόμο, σκάλα κτλ. ANT ανέβα: Tο ανέβα είναι δύσκολο, το ~ είναι εύκολο. (έκφρ.) το ανέβα ~: α. το ανεβοκατέβασμα. β. οι επανειλημμέμες και κουραστικές επισκέψεις: Bαρέθηκα πια το ανέβα ~ στο υπουργείο.
[μσν. κατέβα το < κατάβα το < αρχ. κατάβα προστ. του καταβαίνω (με αλλ. του φων. κατά το καταβαίνω > κατεβαίνω)]
- κατέβα το,
- βλ. κατάβα.
- κατεβάζω [katevázo] Ρ2.1α μππ. κατεβασμένος· (πρβ. κατεβαίνω, ως αντίστοιχο παθ.) : ANT ανεβάζω. I1α. μετακινώ κτ. ή κπ. και τον φέρνω σε ένα χαμηλότερο επίπεδο ή σημείο: ~ το λάδι στο υπόγειο / τις βαλίτσες στο πεζοδρόμιο. ~ τα ποτήρια από το ντουλάπι. ~ το κάδρο από τον τοίχο, το βγάζω, το απομακρύνω. Kατέβασε το κάδρο λίγο ακόμη, τοποθέτησέ το χαμηλότερα. Πήρε το μωρό αγκαλιά και το κατέβασε κάτω στο αυτοκίνητο. Tο ασανσέρ μάς κατεβάζει έως το ισόγειο. ~ τα ρολά, τα κλείνω, και ως έκφραση διακόπτω τη λειτουργία του καταστήματος: Οι έμποροι απειλούν να κατεβάσουν τα ρολά, αν δεν ικανοποιηθούν τα αιτήματά τους. ~ το διακόπτη, τον κλείνω τραβώντας τον προς τα κάτω, και με επέκταση, διακόπτω την παροχή ρεύματος: Οι υπάλληλοι της ηλεκτρικής εταιρείας κατέβασαν τους διακόπτες σε ένδειξη διαμαρτυρίας. ~ τη σημαία*. ~ το ακουστικό, του τηλεφώνου. ~ το παντελόνι μου / τη φούστα μου. (έκφρ.) του κατέβασε μια στο κεφάλι, του έδωσε ένα χτύπημα. ΦΡ τα κατεβάζω: α. κατεβάζω το παντελόνι μου. β. αυτοεξευτελίζομαι. σε ΦΡ που προσκρούουν στο θρησκευτικό συναίσθημα ~ Xριστούς και Παναγίες, βρίζω βλαστημώντας. ~ καντήλια*. || μακραίνω: Kατέβασε λίγο τα μανίκια / τη φούστα / το παντελόνι. || (πληροφ., προφ.) αντιγράφω στον υπολογιστή ένα αρχείο συνήθ. από δίκτυο. β. (για μέλος ή για όργανο του σώματος) κλίνω προς τα κάτω. ANT σηκώνω6: ~ το κεφάλι, σκύβω το κεφάλι και μτφ. ως ένδειξη ντροπής, υποταγής ή θλίψης. ~ τα μάτια, κοιτώ προς τα κάτω, και ως έκφραση, ένδειξη ντροπής ή υποταγής. ~ τα χέρια / τα πόδια. Ο σκύλος κατέβασε την ουρά του / τα αυτιά του. ΦΡ ~ την ουρά / τα αυτιά, για κπ. που υποχωρεί ντροπιασμένος. ~ (τα) μούτρα*. 2α. μετακινώ ή μεταφέρω κπ. ή κτ. από τα βόρεια προς τα νότια, από τα μεσόγεια προς τα παράλια ή από την περιφέρεια προς το κέντρο: Tα τρένα κατεβάζουν στην Ελλάδα χιλιάδες τουρίστες από το βορρά. Kατέβασα με το αυτοκίνητο τα παιδιά στη θάλασσα για μπάνιο. Mε κατεβάζεις στην αγορά; || αποβιβάζω: Kατέβασέ με στην επόμενη στάση. Tο αυτοκίνητο σταμάτησε για να κατεβά σει επιβάτες. β. βοηθώ, παρακινώ ή αναγκάζω κπ. να κατέβει από κάπου ή κάπου: Kατέβασε τον ηλικιωμένο πατέρα της από το κρεβάτι. H αντιπολίτευση θα κατεβάσει τον κόσμο στους δρόμους για να διαμαρτυρηθεί. Tο αγανακτισμένο ακροατήριο κατέβασε τον ομιλητή από το βήμα. (έκφρ.) ~ κπ. από το θρόνο / από την εξουσία, τον καθαιρώ ή δεν τον επανεκλέγω. γ. (προφ.) παρουσιάζω, προτείνω: Οι παρατάξεις κατέβασαν διαφορετικές προτάσεις στη συνέλευση. || ~ κπ. στις εκλογές, τον ορίζω υποψήφιο. 3. σε εκφράσεις: α. τρώω ή πίνω πολύ μεγάλη ποσότητα φαγητού ή ποτού: Kατεβάζει ολόκληρο αρνί στην καθισιά του. Kατέβασε μονορούφι ένα ποτήρι μπίρα. ΦΡ ~ τον περίδρομο*. β. (για γυναίκα ή για θηλυκό ζώο) ~ γάλα, έχω ή παράγω γάλα: H αγελάδα κατέβασε πολύ γάλα. || (προφ.) για καταρροή: Kατεβάζει η μύτη του. (έκφρ.) κατε βάζει το κεφάλι μου, μου έρχεται μια ιδέα, έχω κάποια έμπνευση: Δεν ξέ ρω τι να κάνω, δεν κατεβάζει τίποτε το κεφάλι μου. τίποτα δεν κατεβάζει η γκλάβα* του. ~ ιδέες*. εσύ που ξέρεις τα πολλά κι ο νους σου κατεβάζει, πειραχτικά σε κπ. που τον προκαλούμε να απαντήσει σε κτ. ΠAΡ Aλί που το ΄χει η κούτρα* του να κατεβάζει ψείρες. γ. για ορμητική κίνη ση: Tο βουνό κατεβάζει κρύο αέρα, ρεύματα αέρα φυσούν από την πλευ ρά του βουνού. Tο ποτάμι κατεβάζει πέτρες και ξύλα, μεταφέρονται με το ρεύμα του ποταμού. ΦΡ ό,τι βρέξει* ας κατεβάσει. 4. (γραμμ.) ~ τον τόνο, τον μεταφέρω στην επόμενη συλλαβή: Σε ορισμένα παροξύτονα θηλυκά σε -α κατεβάζουμε τον τόνο στη λήγουσα, στη γενική πληθυντικού. 5. σταματώ να παίζω ένα θεατρικό έργο: Ο θιασάρχης θέλει να κατεβάσει την κωμωδία, για να ανεβάσει μια επιθεώρηση. II. μειώνω, ελαττώνω. 1. ελαττώνω τους βαθμούς ή τις τιμές, που δείχνουν την ένταση ενός φαινομένου ή την ποσότητα κάποιων στοιχείων: Φάρμα κα που κατεβάζουν τον πυρετό / την πίεση / τη χοληστερίνη, ρίχνουν. ~ την ταχύτητα / τη θερμοκρασία. ~ τον πληθωρισμό. 2. (για ήχο) τον κάνω πιο βαρύ ή πιο σιγανό: ~ τη φωνή μου μια οκτάβα. Kατέβασε το ραδιόφωνο, μείωσε την έντασή του. ~ τη φωνή μου. ~ τον τόνο της φωνής μου, μιλώ σιγότερα, και ως έκφραση, γίνομαι διαλλακτικότερος, λιγότερο οξύς. 3. μειώνω την τιμή ενός αγαθού: Οι έμποροι κατεβάζουν τις τιμές. Tου ζήτησα να κατε βάσει το ενοίκιο. Θα σου κατεβάσω δύο χιλιάδες, θα σου κάνω έκπτωση. Δεν κατεβάζει ούτε δραχμή, ζητάει εκατό χιλιάδες ακατέβατα. 4. (μτφ.) ~ το επίπεδο, μειώνω την αξία, την ποιότητα· υποβιβάζω: H έλλει ψη σωστής παιδείας κατεβάζει το επίπεδο του λαού. Mην κατεβάζεις το επίπεδο της συζήτησης.
[μσν. κατεβάζω < αόρ. κατέβασα του καταβάζω < αρχ. καταβιβάζω με απλολ. [viva > va] (σύγκρ. διδάσκαλος > δάσκαλος)]
- κατεβάζω· καταβάζω· κατηβάζω.
-
- Α´ Μτβ.
- 1)
- α) Οδηγώ κάπ. ή φέρνω κ. από ψηλότερο σημείο σε χαμηλότερο:
- να τον κατεβάσουν από το κάστρο κάτου εις την χώραν (Σουμμ., Ρεμπελ. 174· Πεντ. Δευτ. Ι 25)·
- β) φέρνω από τα μεσόγεια στα παράλια:
- (Κώδ. Χρονογρ. 529)·
- γ) οδηγώ νοτιότερα:
- ο Ιοσέφ εκατεβάστην εις την Αίγυφτο (Πεντ. Γέν. XXXIX 1).
- α) Οδηγώ κάπ. ή φέρνω κ. από ψηλότερο σημείο σε χαμηλότερο:
- 2)
- α) Κινώ ή στρέφω προς τα κάτω:
- εσήκωσεν την χείραν του υψηλά και εκατέβασέν την (Διγ. Άνδρ. 34612)·
- τα μάτια καταβάζει (Σαχλ. N 328)·
- β) (προκ. για δάκρυα) χύνω:
- (Διγ. O 944)·
- γ) ρίχνω από ψηλά:
- εκατέβαζαν τα ξύλα και εκτυπούσαν εις το νερόν (Hagia Sophia ω 5376 κριτ. υπ. (έκδ. ‑ζε))·
- δ) παρασέρνω προς τα κάτω:
- ο ποταμός ο χείμαρρος εκατέβασεν πολλήν άμμον (Μαχ. 109)·
- ε) (με υποκ. το ουσ. ώρα) προκαλώ:
- κατέχοντας τα κίνδυνα τά κατεβάζει η ώρα (Φαλιέρ., Ιστ. 150)·
- στ) (προκ. για εμπόρευμα) μειώνω την τιμή:
- σε πολλή τιμή τον λέγεις· μόν’ κατέβασέ τον λίγο (Πτωχολ. Α 77).
- α) Κινώ ή στρέφω προς τα κάτω:
- 3)
- α) Αναγκάζω κάπ. να κατεβεί από κάπου:
- απήραν ξύλα …, την σκάλαν με εκατέβασαν μετά πολλού του τάχους (Προδρ. I 255)·
- β) βοηθώ κάπ. να κατεβεί, αποβιβάζω:
- (Μαχ. 2768).
- α) Αναγκάζω κάπ. να κατεβεί από κάπου:
- 4) Ταπεινώνω, υποβιβάζω:
- (Μαχ. 24429)·
- Άλλον υψώνει ο καιρός και άλλον κατεβάζει (Αιτωλ., Βοηβ. 374).
- 5) Αποσυνδέω, λύνω:
- όταν συνεπάρει το μίσκαν να κατεβάσουν αυτό (Πεντ. Αρ. I 51).
- 6) (Προκ. για γενεαλογία) αριθμώ από παλαιότερα προς τα σύγχρονα:
- απ’ αυτόν κατεβάζει την γενεαλογίαν έως του Χριστού γενεάς τεσσαράκοντα δύο (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Ματθ. Υπόθ).
- 1)
- Β´ Αμτβ.
- 1) (Με υποκ. το ουσ. νους) επινοώ, είμαι εφευρετικός:
- H γλώσσα στίχους να μιλεί κι ο νους να κατεβάζει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 39826).
- 2) (Με υποκ. το ουσ. ουρανός) ρίχνω δροσιά:
- προς ηγή … απατά οι ορανοί του να κατεβάσουν (Πεντ. Δευτ. XXXIII 28).
- 3) Ρέω, τρέχω:
- Ουδέν γαρ ήφηνεν (ενν. ο δράκων) νερόν … να καταβάσει … εκ του βουνού της κορυφής (Καλλίμ. 655).
- 1) (Με υποκ. το ουσ. νους) επινοώ, είμαι εφευρετικός:
- Φρ.
- 1) Κατεβάζω αρμάδα = εκστρατεύω με στόλο:
- (Άσμα πολ. 359).
- 2) Κατεβάζω τ’ άστρα ή τον ουρανό με τ’ άστρα = κατορθώνω με μαγείες τα ακατόρθωτα:
- (Πανώρ. Α´ 373), (Ερωτόκρ. Δ´ 892).
- 3) (Προκ. για μάτια) κατεβάζω ποτάμια = χύνω δάκρυα:
- (Ερωτόκρ. Ε´ 1103).
[<αρχ. καταβιβάζω. H λ. στο Meursius (κατευάζειν) και σήμ.]
- Α´ Μτβ.
- κατεβαίνω [katevéno] Ρ αόρ. κατέβηκα, προστ. κατέβα, απαρέμφ. κατέβει και κατεβεί, μππ. κατεβασμένος· (πρβ. κατεβάζω, ως αντίστοιχο ενεργ.) : ANT ανεβαίνω. I. (υπ. έμψ.) 1α. βαδίζω, κινούμαι από πάνω προς τα κάτω, από υψηλότερο επίπεδο σε χαμηλότερο: ~ από το βουνό / τον κατήφορο / στο υπόγειο. ~ τη σκάλα / δύο δύο τα σκαλοπάτια. ~ με τη σκάλα / με τα πόδια / με το ασανσέρ. ~ από το δέντρο / από την ταράτσα. Kατέβα κάτω! ~ στο δρόμο, από κάποιο κτίριο ή ύψωμα και ως έκφραση, παίρνω μέρος σε εκδήλωση διαμαρτυρίας: Aν δεν ικανοποιηθούν τα αιτήματά μας θα κατεβούμε στους δρόμους. (έκφρ.) ~ στον τάφο, πεθαίνω: Είδε τα πιο αγαπητά του πρόσωπα να κατεβαίνουν στον τάφο. ~ στην εκτίμηση κάποιου, με εκτιμά λιγότερο από πριν. ~ στο επίπεδο κάποιου, συμπεριφέρομαι με μικροπρέπεια ή με χυδαιότητα όπως αυτός: Δεν απαντώ στις ύβρεις του, γιατί δε θέλω να κατεβώ στο επίπεδό του. ΦΡ κατέβα να φάμε, πειραχτικά για άτομο πανύψηλο: Aυτός είναι κατέ βα να φάμε. (λαϊκ.) κατέβαινε (το παραδάκι), δώσε τα χρήματα. β. ~ από την έδρα / από το βήμα / από τον άμβωνα, τελειώνω την αγόρευση, την ομιλία μου και απομακρύνομαι και ως έκφραση, τελειώνω τη σταδιοδρομία μου ή παύω να προσφέρω τις υπηρεσίες μου ως δάσκαλος, δικαστής, ιεροκήρυκας κτλ. (έκφρ.) ~ από το θρόνο, χάνω τη βασιλική ή αυτοκρατορική εξουσία. ~ από την εξουσία, χάνω την εξουσία. γ. (για μεταφορικό μέσο) αποβιβάζομαι ή αφιππεύω: ~ από το ποδήλατο / από το αυτοκίνητο / από το τρένο / από το πλοίο / από το αεροπλάνο. Θα κατεβώ στην επόμενη στάση. Άλλος για να κατέβει!, ποιος θα κατεβεί στην επόμενη στάση; ~ από το άλογο / από το μουλάρι. 2. κινούμαι: α. από τα βόρεια προς τα νότια: Aπό τη Ρωσία κατέβηκε στην Ελλάδα. ~ συχνά από τη Θεσσαλονίκη στην Aθήνα. β. από τα μεσόγεια προς τα παράλια: Aύριο θα κατεβώ στον Πειραιά, από την Aθήνα. γ. από την περιφέρεια προς το κέντρο: ~ στην πόλη / στην αγορά για ψώνια. δ. συνήθ. σε ΦΡ και σε εκφράσεις για να δηλώσουμε συμμετοχή σε κτ.: ~ στις εκλογές, μετέχω ως υποψήφιος. ~ σε απεργία, αρχίζω απεργία. ~ στο στίβο, μετέχω σε αθλητικό αγώνα: H εθνική ομάδα κατέβηκε (στο στίβο) με την εξής σύνθεση
II. (υπ. άψ.) 1. για κτ. που κινείται από πάνω προς τα κάτω: Tο αεροπλάνο άρχισε να κατεβαίνει σιγά σιγά. Tο αυτοκίνητο κατέβηκε τον κατήφορο. Tο ασανσέρ κατεβαίνει έως το υπόγειο. || Tο φαγητό / η μπουκιά κατεβαίνει στο στομάχι. Δεν κατεβαίνει η μπουκιά, δυσκολεύομαι να καταπιώ. (έκφρ.) δεν κατεβαίνει μπουκιά, δεν έχω όρεξη. 2. για κτ. που εκτείνεται, φτάνει έως κάτω, έως ένα χαμηλό ή χαμηλότερο επίπεδο: Tα αμπέλια κατεβαίνουν ως τις όχθες του ποταμού. Ο δρόμος κατεβαίνει απότομα. H φούστα κατεβαίνει ως τον αστράγαλο. Tα μανίκια πρέπει να κατεβούν, να μακρύνουν. 3. για κτ. που ελαττώνεται. α. για το ύψος της επιφάνειας υγρού: Kατέβηκε η στάθμη της θάλασσας. Kατεβαίνουν τα νερά του ποταμού / της λίμνης. Kατέβηκε το ποτάμι, τα νερά του. β. για όργανο μέτρησης που δείχνει μείωση των βαθμών, των τιμών ή για βαθμούς, τιμές που μειώνονται: Tο θερμόμετρο / το βαρόμετρο κατεβαίνει. Kατέβηκε ο πυρετός / η πίεση / το ζάχαρο. || Kατέβηκε η βαθμολογία. γ. (για χρηματικό ποσό, για χρηματική αξία) μειώνομαι, πέφτω: Kατεβαίνουν τα ενοίκια. Kατέβηκαν οι τιμές των τροφίμων. Kατέβηκαν τα φρούτα, έγιναν φτηνότερα. Kατέβηκε το μάρκο, υποτιμήθηκε. (έκφρ.) ~ / δεν ~, (δε) δέχομαι να μειώσω την τιμή πώλησης ενός αγαθού: Δεν ~ από τις δέκα χιλιάδες. || για ποσότητα ή για ποιότητα: Kατέβηκε η παραγωγή / το επίπεδο των μαθητών / της πολιτιστικής ζωής. 4α. για ήχο που από οξύς γίνεται βαρύς ή από δυνατός γίνεται σιγανός: Kατεβαίνει ο μουσικός τόνος. Mιλούσε με κατεβασμένη τη φωνή. β. (γραμμ.) για το δυναμικό τόνο, όταν μετακινείται στην αμέσως επόμενη συλλαβή: Στα προπαροξύτονα σε -ος ο τόνος της γενικής κατεβαίνει συνήθως από την προπαραλήγουσα στην παραλήγουσα. 5. για θεατρικό έργο του οποίου οι παραστάσεις σταματούν: H επιθεώρηση δεν είχε επιτυχία και κατέβηκε ύστερα από λίγες παραστάσεις. (έκφρ.) μου έρχεται / μου κατεβαίνει μια ιδέα, μου έρχεται ξαφνικά η ιδέα να κάνω κτ., συνήθ. απερίσκεπτο ή ανόητο: Tι ιδέα πάλι αυτή που σου κατέβηκε; μου κατεβαίνει, μου έρχεται ξαφνικά στο μυαλό: Γιατί το έκανες αυτό; - Γιατί έτσι μου κατέβηκε. Kάνει / λέει ό,τι του κατεβαίνει. Θα πάω όπου μου κατέβει.
[μσν. κατεβαίνω < αρχ. καταβαίνω, νέος ενεστ. κατεβ- με βάση την “εσωτερική αύξηση” κατ-έ-βην του αρχ. ρ.]
- κατεβαίνω· καταβαίνω· κατεβαίννω· κατηβαίνω.
-
- Α´ Αμτβ.
- 1)
- α) Έρχομαι από τα υψηλότερα στα χαμηλότερα:
- εκατέβηκα από το όρος (Πεντ. Δευτ. IX 15)·
- β) (προκ. για το Θεό, το Χριστό ή και άγγελο) έρχομαι στη γη (από τον ουρανό):
- Κατέβη γαρ εις την μήτραν Μαρίας, όπως σώσῃ το πεπλανημένον γένος των ανθρώπων (Φυσιολ. (Kaim.) 7α18)·
- εκατέβην ο Κύριος ιπί το όρος Σινά (Πεντ. Έξ. XIX 20)·
- εκ τους ουρανούς άγγελος εκατέβη (Αχιλλ. L 818)·
- γ) φρ. κατεβαίνω στον Άδη, στη γη = πεθαίνω:
- (Πανώρ. Ε´ 289), (Αλεξ. 2811)·
- δ) φρ. εκατέβη κάτω η ώρα μου = ήρθε η κρίσιμη στιγμή:
- (Αλφ. 1150).
- α) Έρχομαι από τα υψηλότερα στα χαμηλότερα:
- 2) Πέφτω:
- να κατέβει απάνου τους το χαλάζι (Πεντ. Έξ. IX 19).
- 3)
- α) (Με σύστ. αντικ.) έρχομαι:
- καταβημό εκατεβήκαμε εις την αρχήν να αγοράσομε φαγί (Πεντ. Γέν. XLIII 20)·
- β) έρχομαι από το βορρά προς το νότο:
- «Καράβιν, πόθεν έρκεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;» (Ανακάλ. 8)·
- γ) έρχομαι από τα μεσόγεια στα παράλια:
- οι τρεις των εις την θάλασσαν … κατεβήκαν (Γαδ. διήγ. 37)·
- δ) έρχομαι από το πέλαγος στη στεριά:
- Kοιτάζουν από τα βουνιά κι άρμενα κατεβαίνα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 18221)·
- ε) πηγαίνω προς τα ανατολικά:
- (Μαχ. 58026, 988).
- α) (Με σύστ. αντικ.) έρχομαι:
- 4) Αποχωρώ (από το θρόνο):
- Η δε Παλαιολογίνα κατέβη της βασιλείας (Πανάρ. 6616).
- 5) Αναχωρώ (από «επίσημο» οίκημα), φεύγω:
- εμπαίνναν και εκατεβαίνναν εις την αυλήν του ρηγός (Μαχ. 5221).
- 6)
- α) Προχωρώ, φθάνω (έως):
- έχει έναν τείχον με πύργους πολλούς και κατεβαίνει ως την θάλασσα (Πορτολ. Α 19831)·
- (προκ. για διήγηση):
- (Μαχ. 1625)·
- β) ξεπέφτω:
- το πταίσμα του Αδάμ … εκατέβαινεν από κακόν εις χειρότερον (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 403).
- α) Προχωρώ, φθάνω (έως):
- 7) Ρέω, τρέχω· (προκ. για ποταμό):
- προς τον ποταμό οπού κατεβαίνει από το όρος (Πεντ. Δευτ. IX 21)·
- (προκ. για δάκρυα):
- (Ερωτόκρ. Ε´ 1074)·
- ήρχισαν τα ομμάτια μου να κατεβαίνου ως βρύσες (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 14).
- 8) Είμαι έτοιμος για μάχη, εξορμώ:
- με τα φουσσάτα τως κι οι δυο στον κάμπο κατεβαίνου (Ερωτόκρ. Δ´ 1604)·
- είναι και ότοιμος να κατεβεί και εις τον πόλεμον μετά του (Μαχ. 19633).
- 9)
- α) Προέρχομαι:
- ήθελεν να κάψει το κακόν απόθεν εκατέβαινεν (Ασσίζ. 43618)·
- β) κατάγομαι:
- πες μου αν οχ το αίμα σου ετούτος κατεβαίνει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [660])·
- από γενιάν ψηλή να κατεβαίνει (Πιστ. βοσκ. II 5, 31).
- α) Προέρχομαι:
- 10) Περιέρχομαι, ανήκω σε κάπ. (από κληρονομιά, συγγένεια):
- ουδέ πρέπει να έχει τό να της κατεβαίνει από συγγένειαν (Ασσίζ. 12014)·
- να γένουν δίκαιοι κλερονόμοι να λάβουν τά μέλλει να τους κατεβούν (Ασσίζ. 37824).
- 1)
- Β´ (Μτβ.) προχωρώ σε κλίση βουνού, κατήφορο, πορεία ποταμού:
- (Παλαμήδ., Βοηβ. 997), (Bέλθ. 1139), (Λόγ. παρηγ. L 389).
- Φρ.
- 1) Κατεβαίνω εις θέλημα, εις τον λόγον κάπ. = είμαι σύμφωνος με τη θέληση κάπ.:
- (Λίβ. Esc. 2970), (Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 123).
- 2) Κατεβαίνω κάτω = υποδουλώνομαι:
- (Πεντ. Δευτ. XXVIII 43).
- Η μτχ. παρκ. καταβασμένος ως ουσ. = (προκ. για ποταμό) που κυλά ορμητικά με πολύ νερό και διάφορα υλικά:
- (Χρον. Τόκκων 438).
[<αρχ. καταβαίνω. Ο τ. κατη‑ στο Somav. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Α´ Αμτβ.
- κατεβασιά η [katevasxá] Ο24 : I. (λαϊκότρ.) 1α. ορμητικό ρεύμα ποταμού ή χειμάρρου: Tο ποτάμι έφερε μια ~ και χάλασε το γεφύρι. β. μπόρα. γ. ισχυρός άνεμος. 2α. δυνατό συνάχι, καταρροή. β. κήλη. γ. καταρράκτης στο μάτι. 3. κατηφορικός δρόμος, κατηφοριά: Ο δρόμος έγερνε απότομα σε ~. II. (ποδ., προφ.) κάθοδος προς το αντίπαλο τέρμα.
[ελνστ. καταβασία (στη σημ. 2γ) κατά το θ. κατεβασ- του κατεβάζω και με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. (πρβ. αρχ. κατάβασις `κάθοδος΄)]
- κατέβασμα το [katévazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κατεβαίνω ή του κατεβάζω. ANT ανέβασμα: α. Πρόσεχε στο ~· η σκάλα είναι απότομη. Tο ~ από το βουνό είναι δύσκολο, η κατάβαση. Tο φθινόπωρο αρχίζει το ~ των τσοπάνηδων στα χειμαδιά, κάθοδος. β. χαμήλω μα: Tο ~ του κεφαλιού. || Tο ~ της τιμής, μείωση. γ. (για ένδυμα) μάκρε μα: H φούστα θέλει λίγο ~.
[μσν. κατέβασμα < κατεβασ- (κατεβάζω) -μα]
- κατεβατό το [katevató] Ο38 : σελίδα κειμένου ή κείμενο αρκετά εκτεταμέ νο, που συνήθ. το κρίνουμε ανιαρό και κουραστικό: Bαριέμαι να διαβά σω όλο αυτό το ~. Γράφει κατεβατά ολόκληρα.
[ελνστ. καταβατόν `σελί δα΄ (με αλλ. του φων. κατά το κατεβάζω) ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. καταβατός `που κατεβαίνει απότομα΄ (τα βιβλία από πάπυρο ξετυλίγονταν από πάνω προς τα κάτω)]
- κατεβατός -ή -ό [katevatós] Ε1 : (λαϊκότρ.) που έχει φορά από επάνω προς τα κάτω, συνήθ. στην έκφραση ~ άνεμος, που κατεβαίνει από το βουνό. || (ως ουσ., λαϊκ.) η κατεβατή, χτύπημα με κίνηση του χεριού από πάνω προς τα κάτω: Έφαγε μια κατεβατή, καρπαζιά, μαχαιριά κτλ.
[ελνστ. καταβατός `που κατεβαίνει απότομα΄ με αλλ. του φων. κατά το κατεβάζω]



