Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατάχωση η [katáxosi] Ο33 : η ενέργεια του καταχώνω: Έγινε ~ των αρχαιολογικών ευρημάτων, ευρήματα που τα είχαν φέρει στο φως, τα κάλυψαν πάλι με χώμα.
[λόγ. < ελνστ. κατάχω(σις) -ση]



