Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατάχαμα [katáxama] επίρρ. τοπ. : (οικ.) κάτω, στο έδαφος ή στο δάπεδο· χάμω, καταγής: Kάθισε / κοιμήθηκε ~. Mην πετάς ~ τα σκουπίδια.
[μσν. κατάχαμα < κατα- αρχ. χαμ(αί) `χάμω΄ επίρρ. -α κατά τα άλλα επιρρ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- κατάχαμα, επίρρ.
-
- Πάνω στο έδαφος, καταγής:
- εκάθετον κατάχαμα (Χούμνου, Κοσμογ. 1334).
[<πρόθ. κατά + επίρρ. χαμαί με επίδρ. των επιρρ. σε ‑α. Η λ. και σήμ.]
- Πάνω στο έδαφος, καταγής:



