Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατάφατσα [katáfatsa] επίρρ. τοπ. : (οικ.) 1. ακριβώς επάνω στο πρόσωπο, κατευθείαν στο πρόσωπο: Έχουμε τον ήλιο ~. Σε κοιτάει πάντα λοξά, ποτέ ~. 2. ακριβώς απέναντι: Tο σπίτι του είναι ~ στο δικό μου.
[κατα- φάτσ(α) επίρρ. -α]



