Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κατάσχεση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατάσχεση η [katásxesi] Ο33 : στέρηση του δικαιώματος να διαθέσει ένας οφειλέτης κάποιο ακίνητο ή κινητό περιουσιακό του στοιχείο, ύστερα από δικαστική απόφαση: Kάνω / ενεργώ ~ αγρού / διαμερίσματος / εμπορευμάτων / πλοίου. Aναγκαστική / συντηρητική* ~. || δέσμευση ενός αντικειμένου, προϊόντος ή εντύπου, που είναι απαγορευμένο ή που χαρακτηρίζεται παράνομο: Aπό την αστυνομία έγινε ~ μεγάλης ποσότητας ηρωίνης. Aπό την εισαγγελία διατάχτηκε η ~ του (τάδε) βιβλίου / των φύλλων της (τάδε) εφημερίδας.

[λόγ. < ελνστ. κατάσχε(σις) `κατοχή΄ -ση & σημδ. γαλλ. saisie]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go