Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατάστιχο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατάστιχο το [katástixo] Ο41 : (παρωχ.) λογιστικό βιβλίο. ΦΡ έχω / γρά φω κπ. στου δια(β)όλου* το ~. ανοίγω τα παλιά μου τα κατάστιχα, ξαναθυμάμαι λησμονημένες διαμάχες, παλιά μίση. (γράφω κπ. στα) μαύρα* κατάστιχα. || (προφ., ειρ.) σημειωματάριο.

[μσν. κατάστιχον < φρ. κατά στίχον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταστιχογράφος ο [katastixoγráfos] Ο18 : (παρωχ.) αυτός που κρατούσε τα λογιστικά βιβλία.

[λόγ. κατάστιχ(ον) -ο- + -γράφος]

[Λεξικό Κριαρά]
κατάστιχον το· κατάστιχο.
  • 1) Κατάλογος:
    • κατάστιχον της μοιρασίας (Βησσ., Επιστ. 354).
  • 2) Bιβλίο λογαριασμών:
    • να εύρει εις το κατάστιχον της βασιλείας φλωρία χιλιάδας δύο πεσκέσιον (Ιστ. πατρ. 1121).
  • 3) Kτηματολόγιο:
    • η σπέζα του κατάστιχου … να ’ναι εις τη μέσην τως (Βαρούχ. 13133).

[<συνεκφ. κατά στίχον. Ο τ. και σήμ. Η λ. στο Βλάχ.]

[Λεξικό Κριαρά]
καταστιχόπουλον το.
  • (Μικρό) κατάστιχο:
    • (Σφρ., Χρον. 13223).

[<ουσ. κατάστιχον + κατάλ. πουλον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες