Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κατάστικτος, επίθ.
-
- Στολισμένος με διάσπαρτα κοσμήματα:
- ανεμίτσια κατάστικτα … διά λίθων και μαργάρων (Aχιλλ. N 806).
[αρχ. επίθ. κατάστικτος. H λ. και σήμ.]
- Στολισμένος με διάσπαρτα κοσμήματα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατάστικτος -η -ο [katástiktos] Ε5 : για επιφάνεια που είναι γεμάτη στίγματα: Tο πρόσωπό του είναι κατάστικτο από τα τσιμπήματα των κουνουπιών. Tο δέρμα του είναι κατάστικτο από τατουάζ. Οι σελίδες του βιβλίου είναι κατάστικτες από την πολυκαιρία. || (για πρόσ.): Είναι ~ από τσιμπήματα.
[λόγ. < αρχ. κατάστικτος]



