Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κατάστερος, επίθ.
-
- Γεμάτος άστρα:
- ως ουρανός κατάστερος είσαι λελαμπρυσμένη (Διακρούσ., Πένθος 198).
[<πρόθ. κατά + ουσ. αστήρ. Η λ. τον 4. αι. (Lampe)· βλ. όμως και L‑S Suppl.]
- Γεμάτος άστρα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατάστερος -η -ο [katásteros] Ε5 : (λογοτ.) γεμάτος αστέρια, κυρίως ως χαρακτηρισμός του ουρανού.
[λόγ.(;) < ελνστ. κατάστερος]



