Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατάσπαρτος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατάσπαρτος -η -ο [katáspartos] Ε5 : 1. που είναι σπαρμένος σε όλη την επιφάνειά του και με επέκταση, κατάφυτος: Λιβάδια κατάσπαρτα από αγριολούλουδα. 2. (μτφ.) για έκταση που καλύπτεται από ένα πλήθος ομοειδών στοιχείων: Ο ουρανός ήταν κατάσπαρτος με αστέρια. H Ελλά δα είναι κατάσπαρτη από ιστορικά μνημεία. Tο Aιγαίο είναι κατάσπαρτο από νησιά.

[λόγ. κατα- σπαρ- (θ. του αρχ. σπείρω, δες στο σπέρνω) -τος απόδ. γαλλ. tout semé de, parsemé]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες