Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατάσαρκα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατάσαρκα [katásarka] επίρρ. τοπ. : για κτ. που φοριέται ή που ακουμπά απευθείας επάνω στο σώμα: Φοράει το πουκάμισο ~, χωρίς φανέλα. Έβαλε τη θερμοφόρα ~.

[μσν. κατάσαρκα < φρ. κατά σάρκα (πρβ. μσν. το κατασάρκα `κατασάρκιον΄) (διαφ. το ελνστ. κατάσαρκος `πλαδαρός΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
κατάσαρκα, επίρρ.
  • Απευθείας πάνω στη σάρκα:
    • φορείς το (ενν. το ρούχον σου) και κατάσαρκα (Πουλολ. 182).

[<συνεκφ. κατά σάρκα (πβ. ουσ. κατασάρκα το, Meursius, Lampe). Η λ. στο Du Cange (λ. σά‑) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες