Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κατάρτι
6 items total [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατάρτι το [katárti] Ο44 : μακρύ κυλινδρικό κοντάρι ή μεταλλικός σωλήνας, όπου στηρίζονται τα πανιά του πλοίου· ιστός 1: Kαράβι / ιστιοφόρο με δύο / με τρία κατάρτια, δικάταρτο / τρικάταρτο.

[μσν. κατάρτι(ν) < ελνστ. κατάρτιον]

[Λεξικό Κριαρά]
κατάρτι το· ?καταρίτιον· κατάρτιν.
  • Κατάρτι:
    • (Βυζ. Ιλιάδ. 421).

[μτγν. ουσ. κατάρτιον. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταρτίζω [katartízo] -ομαι Ρ2.1 : I. κατατάσσω, οργανώνω επί μέρους στοιχεία και σχηματίζω ένα όλο. 1. συντάσσω: Οι αρμόδιες υπηρεσίες θα καταρτίσουν τους εκλογικούς καταλόγους. Kαταρτίστηκε ο προϋπολογισμός / το διάταγμα. 2. συγκροτώ: Θα καταρτιστούν επιτροπές. II. δίνω σε κπ. τις απαραίτητες γνώσεις, τον προετοιμάζω κατάλληλα: Ο δάσκαλος έχει καταρτίσει πολύ καλά τους μαθητές του σε όλα τα μαθήματα. Σχολή που καταρτίζει τεχνικούς / νοσοκόμες, εκπαιδεύει. Επιστήμονας άριστα καταρτισμένος.

[λόγ.: Ι: αρχ. καταρτίζω `βάζω σε τάξη΄· ΙΙ: ελνστ. σημ.: `προετοιμάζω΄ & σημδ. γαλλ. instruire]

[Λεξικό Κριαρά]
καταρτίζω.
  • 1) Ετοιμάζω, κατασκευάζω:
    • σκηνάς και κατοικίας εκατήρτισαν (Ερμον. Ε 208).
  • 2) Kτίζω, ιδρύω:
    • Κατηρτίσθη η Κωνσταντινούπολις εν έτει ‚εωλη´ (Χρονολ. πίν. βασ. 74).

[αρχ. καταρτίζω. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατάρτιση η [katártisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καταρτίζω. I. κατάταξη και οργάνωση επί μέρους στοιχείων σε ενιαίο, λειτουργικό σύνολο. 1. σύνταξη: H ~ των πινάκων των υποψηφίων. Ολοκληρώθηκε η ~ των εκπαιδευτικών προγραμμάτων. 2. συγκρότηση: ~ ομάδων εργασίας. II. συστηματική διδασκαλία που δίνει τις απαραίτητες γνώσεις για κάποιον τομέα: Έχει άριστη επιστημονική / επαγγελματική / τεχνική ~. Δεν έχει ~, είναι τελείως ακατάρτιστος αυτός ο δικηγόρος.

[λόγ.: Ι: ελνστ. κατάρτι(σις) `συμπλήρωση΄ -ση· ΙΙ: κατά τη σημ. του καταρτίζωII]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταρτισμός ο [katartizmós] Ο17 : η ενέργεια του καταρτίζω· κατάρτιση: Bιβλία που βοηθούν στον ηθικό καταρτισμό του αναγνώστη.

[λόγ. < ελνστ. καταρτισμός `εξοπλισμός, άσκηση΄ κατά τη σημ. του καταρτίζωII]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go