Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κατάργηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατάργηση η [katárjisi] Ο33 : η ενέργεια του καταργώ. α. κατάλυση: H ~ της βασιλείας. β. οριστική παύση της ισχύος ενός νόμου ή θεσμού: ~ των δασμών / ενός δικαιώματος / μιας υποχρέωσης. ~ των διευθυντών, του θεσμού, της θέσης του διευθυντή. γ. διακοπή μιας δραστηριότητας ή ενός έργου που είχε ένα χαρακτήρα συνεχή και μόνιμο: H ~ των κατασκηνώσεων / των βοηθητικών μαθημάτων / της διδασκαλίας των λατινικών. || (νομ.) ~ δίκης, διακοπή μιας ποινικής υπόθεσης, με συμφωνία των διαδίκων. δ. αχρήστευση ή αφαίρεση κάποιου στοιχείου ή μέρους από ένα σύνολο: H ~ των μικρών λεωφορείων / της μαθητικής ποδιάς. H κατάργηση του πολυτονικού συστήματος / της δοτικής.

[λόγ. < ελνστ. κατάργη(σις) `ακύρωση΄ -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go