Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατάπτωσις
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κατάπτωσις η.
  • Πτώση·
    • (εδώ μεταφ.) δυστυχία, ξεπεσμός:
      • πολέμοι έσονται και μάχαι και κατάπτωσις (Σεισμολ. 63).

[αρχ. ουσ. κατάπτωσις. H λ. και σήμ. (η)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες