Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατάπτυστος -η -ο [katáptistos] Ε5 : (λόγ.) για κπ. ή για κτ. πάρα πολύ αισχρό, ανήθικο, που μας προκαλεί την περιφρόνηση και την απέχθεια: Όποιος έγραψε αυτόν το λίβελο είναι ~. H διαγωγή του είναι κατάπτυστη. Δημοσίευσε ένα κατάπτυστο κείμενο. Kατάπτυστες συμφωνίες.
κατάπτυστα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. κατάπτυστος]



