Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατάξανθος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατάξανθος -η -ο [katáksanθos] Ε5 : που είναι εντελώς ξανθός: Έχει κατάξανθα μαλλιά / γένια. Έβαψε τα μαλλιά του κατάξανθα. Είναι ~, έχει κατάξανθα μαλλιά.

[κατα- ξανθός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες