Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κατάλαλος ο.
-
- Αυτός που κακολογεί, συκοφαντεί:
- παυσάτω … ο κατάλαλος την καταλαλιάν (Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι XIII 133).
[μτγν. ουσ. κατάλαλος]
- Αυτός που κακολογεί, συκοφαντεί:



