Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κατάκριμα το.
-
- 1) Kαταδίκη, τιμωρία:
- διά μέσου ενός σφάλματος ήλθε το κατάκριμα εις όλους τους ανθρώπους (Xριστ. διδασκ. 55).
- 2) Σφάλμα:
- της Eύας το κατάκριμα (Διακρούσ. 11623).
[μτγν. ουσ. κατάκριμα]
- 1) Kαταδίκη, τιμωρία:



