Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατάκοιτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
κατάκοιτος, επίθ.
  • Κρεβατωμένος, άρρωστος που δεν μπορεί να σηκωθεί από το κρεβάτι:
    • κλινήρης ων ο πατήρ και κατάκοιτος εδωρήσατο την ηγεμονίαν τῳ υιῴ αυτού (Δούκ. 4139).

[αρχ. επίθ. κατάκοιτος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατάκοιτος -η -ο [katákitos] Ε5 : που βρίσκεται στο κρεβάτι μεγάλο διάστημα, εξαιτίας ανίατης συνήθ. αρρώστιας: Έπαθε παράλυση και θα μείνει ~ σε όλη του τη ζωή. Έχει τη γριά μητέρα της κατάκοιτη.

[μσν. κατάκοιτος < κατα- κοίτ(η) -ος (διαφ. το σπάν. αρχ. κατάκοιτος `ήσυχος΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες