Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατάκλειστος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
κατάκλειστος, επίθ.
  • Φρ. κατάκλειστον ποιώ = κρατώ σε περιορισμό:
    • (Βίος Αλ. 612).

[μτγν. επίθ. κατάκλειστος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατάκλειστος -η -ο [katáklistos] Ε5 : που είναι εντελώς κλειστός: Tο σπίτι είναι κατάκλειστο, φαίνεται πως λείπουν όλοι, είναι κλειστές οι πόρτες και τα παράθυρα. || Tα καταστήματα είναι σήμερα κατάκλειστα, είναι ανεξαιρέτως όλα κλειστά.

[μσν. κατάκλειστος < κατα- κλειστ(ός) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες