Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατάκαρδα [katákarδa] επίρρ. : (οικ.) 1. ως τα βάθη της καρδιάς, για να δηλώσουμε ότι κάποιο δυσάρεστο συναίσθημα κυριαρχεί στην ψυχή μας: Tον λυπήθηκα ~. ΦΡ παίρνω κτ. ~, στενοχωριέμαι υπερβολικά για κτ.: Mην το παίρνεις ~, μια ατυχία ήταν και τίποτε παραπάνω. 2. ακριβώς στο μέρος της καρδιάς: H σφαίρα τον βρήκε ~.
[κατα- καρδ(ιά) επίρρ. -α (πρβ. ελνστ. κατακάρδιος `μέσα στην καρδιά΄)]



