Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κατάθεσις η.
-
- 1) Ύπαρξη ιδιότητας σε κάπ.:
- την πολλήν κατάθεσιν του ευμεγέθους κάλλους (Διγ. Gr. 1973).
- 2) Επιβεβαίωση:
- ας γένεται κατάθεσις με του Θεού τον φόβον (Χρον. Μορ. H 7921).
[μτγν. ουσ. κατάθεσις. Η λ. και σήμ. (‑η)]
- 1) Ύπαρξη ιδιότητας σε κάπ.:



