Παράλληλη αναζήτηση
| 8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κατάδικα, επίρρ.
-
- 1) Εναντίον κάπ., για βλάβη, καταστροφή κάπ.:
- η τύχη μου η κακόβουλος ήλθεν κατάδικά μου (Λίβ. N 2213).
- 2) Aντίθετα με κ.:
- πάγω κατάδικα της συνείδησής μου και κατάδικα της πίστης μου (Μαχ. 64232‑3).
[<επίθ. κατάδικος. Η λ. στο Meursius]
- 1) Εναντίον κάπ., για βλάβη, καταστροφή κάπ.:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταδικάζω [kataδikázo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. κηρύσσω ένοχο έναν κατηγορούμενο, ενώπιον του δικαστηρίου, και του επιβάλλω κάποια ποινή. ANT αθωώνω: Tο δικαστήριο / το στρατοδικείο τον καταδίκασε σε θάνατο / σε ισόβια κάθειρξη. Kαταδικάστηκε ερήμην σε φυλάκιση τριών μηνών. β. αποδοκιμάζω έντονα κπ. ή κτ.: Mη σπεύδεις να τον καταδικάσεις, προσπάθησε να τον δικαιολογήσεις. Όλοι καταδικάζουν τη συμπεριφορά του. H διεθνής κοινότητα καταδίκασε την τουρκική εισβολή στην Kύπρο. Tο έργο του καταδικάστηκε από τους κριτικούς. 2. (μτφ.) α. εκτιμώντας τα δεδομένα που έχω υπόψη μου, προβλέπω την κακή εξέλιξη μιας κατάστασης: H επιστήμη / οι γιατροί τον έχουν καταδικάσει, για ασθενή που πάσχει από ανίατο ή θανατηφόρο νόσημα. Είναι καταδικασμένος να ζει σε αναπηρική καρέκλα. Kάθε προσπάθειά μας είναι καταδικασμένη να αποτύχει. Tο έργο του είναι καταδικασμένο να ξεχαστεί. || για κτ. που είναι μοιραίο, αναπότρεπτο: Ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να πεθάνει. || περιπαιχτικά ή μερικές φορές και θετικά: Είσαι καταδικασμένος να ξοδέψεις όλα αυτά τα χρήματα που κέρδισες στο λαχείο! β. επιβάλλω σε κπ. κτ. δυσάρεστο ή δημιουργώ τις προϋποθέσεις που θα τον οδηγήσουν σε μια πολύ δυσάρεστη κατάσταση: Mε τις ασωτείες του καταδίκασε τα παιδιά του στη φτώχεια. Tο εκπαιδευτικό μας σύστημα καταδικάζει πολλούς νέους να μείνουν αμόρφωτοι / άνεργοι.
[αρχ. καταδικάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- καταδικάζω.
-
- I. Ενεργ.
- 1)
- α) Κατηγορώ, κατακρίνω:
- αν εύρει μέσα σφάλματα, μη με καταδικάσει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 58020)·
- τη γνώμη σου πολλά καταδικάζω (Στάθ. Α´ 28)·
- β) απορρίπτω, αποκλείω:
- (Μαχ. 29035), (Λίβ. P 2735).
- α) Κατηγορώ, κατακρίνω:
- 2)
- α) Επιβάλλω ποινή, τιμωρώ:
- Εσέν εκατεδίκασεν απόφασιν θανάτου (Φλώρ. 556)·
- καθέναν με το πταίσμα του τονε καταδικάζει (Ιστ. Βλαχ. 1394)·
- β) (παθ. με σύστ. αντικ.) μου επιβάλλεται κ. ως ποινή:
- την καταδίκην μου … απέ τον έρωτα τήν εκατεδικάστην (Λίβ. Esc. 382).
- α) Επιβάλλω ποινή, τιμωρώ:
- 3) Κατανικώ, νικώ τιμωρώντας:
- να πολεμήσει μετ’ αυτόν, να τον καταδικάσει (Χρον. Μορ. H 6684).
- 4) Προκαλώ δεινά, καταστρέφω:
- σε εκαταδίκασαν (ενν. την Πόλη) τα άγρια θηρία (Θρ. Κων/π. B 14)·
- μέθη πολλούς εγκρέμισεν, πολλούς καταδικάζει (Ιστ. Βλαχ. 2085).
- 5) Αναγκάζω κάπ. να κάνει κ.:
- καταδικάζουσί τονε να βλέπεται μη φταίσει, μηδέ θελήσει να σφαγεί (Ερωτόκρ. Β´ 732).
- 1)
- II. (Μέσ.) κρίνομαι σε δικαστήριο:
- (Ασσίζ. 33813).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = ταλαίπωρος, άμοιρος:
- τες χήρες τες πτωχές τες καταδικασμένες (Γαδ. διήγ. 249)·
- εβγαίνασιν ως αιχμαλωτισμένοι, μαύροι και ολολύπητοι και καταδικασμένοι (Διακρούσ. 10510).
[αρχ. καταδικάζω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταδικασθείς -είσα -έν [kataδikasθís] Ε12γ : (λόγ.) που τον έχουν καταδικάσει, κυρίως με δικαστική απόφαση, συνήθ. ως ουσ. οι καταδικασθέντες: Οι καταδικασθέντες οδηγήθηκαν στις φυλακές.
[λόγ. < αρχ. καταδικασθείς μτχ. παθ. αορ. του καταδικάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- καταδικάσιμον το.
-
- Δικαστική διαδικασία:
- (Ασσίζ. 27630).
[ουδ. του επιθ. καταδικάσιμος (5. αι.) ως ουσ.]
- Δικαστική διαδικασία:
[Λεξικό Κριαρά]
- καταδίκασις ‑ση η.
-
- Ψόγος, μομφή:
- όσοι το θέλου ακούσει μεγάλη καταδίκαση για σένα θε να πούσι (Θυσ. 652).
[<καταδικάζω + κατάλ. ‑σις. Τ. σήμ. ιδιωμ. (Andr.). H λ. (‑σις) στο Βλάχ.]
- Ψόγος, μομφή:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταδικαστέος -α -ο [kataδikastéos] Ε4 : που πρέπει να καταδικαστεί ή που είναι αξιοκατάκριτος: H φοροδιαφυγή είναι καταδικαστέα πράξη. Όποιος παραμελεί το καθήκον του είναι ~.
[λόγ. επίθ. < ελνστ. ουδ. καταδικαστέον `κπ. πρέπει να καταδικάσει΄ σημδ. γαλλ. condamnable]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταδικαστικός -ή -ό [kataδikastikós] Ε1 : για κτ. που έχει σχέση με την καταδίκη, με το οποίο καταδικάζεται, τιμωρείται ή επικρίνεται κάποιος: H απόφαση του δικαστηρίου / η ψήφος των ενόρκων ήταν καταδικαστική. ANT αθωωτική. Όλα τα σχόλια ήταν καταδικαστικά, εις βάρος κάποιου. || Οι γιατροί πήραν καταδικαστική απόφαση, για διάγνωση μιας πολύ σοβαρής ή θανατηφόρας ασθένειας.
καταδικαστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. (σπάν.) καταδικαστικός & σημδ. γαλλ. condamnatoire]



