Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατάδεσμος ο [katáδezmos] Ο20 : (λαογρ.) μαγική ενέργεια που έχει ως σκοπό να βλάψει κπ. ή να αποτρέψει κάποιο κακό: Tο δέσιμο και το κάρφωμα είναι οι δύο μορφές του κατάδεσμου.
[λόγ. < αρχ. κατάδεσμος]



