Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατάδεσμος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατάδεσμος ο [katáδezmos] Ο20 : (λαογρ.) μαγική ενέργεια που έχει ως σκοπό να βλάψει κπ. ή να αποτρέψει κάποιο κακό: Tο δέσιμο και το κάρφωμα είναι οι δύο μορφές του κατάδεσμου.

[λόγ. < αρχ. κατάδεσμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες