Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατάβαθα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατάβαθα τα [katávaθa] Ο (μόνο στην ονομ. και αιτ.) : για κτ. που βρίσκεται πολύ βαθιά, συνήθ.: ~ της γης, τα έγκατα: Θησαυροί θαμμένοι στα ~ της γης. || (μτφ.): ~ (της ψυχής / της καρδιάς), τα μύχια: Σου εύχομαι από τα ~ της ψυχής μου. Tον λυπάμαι ως τα κατάβαθά μου.

[κατα- βάθ(ος) -α, πληθ. του -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες