Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατάβαθα τα [katávaθa] Ο (μόνο στην ονομ. και αιτ.) : για κτ. που βρίσκεται πολύ βαθιά, συνήθ.: Tα ~ της γης, τα έγκατα: Θησαυροί θαμμένοι στα ~ της γης. || (μτφ.): Tα ~ (της ψυχής / της καρδιάς), τα μύχια: Σου εύχομαι από τα ~ της ψυχής μου. Tον λυπάμαι ως τα κατάβαθά μου.
[κατα- βάθ(ος) -α, πληθ. του -ο]