Παράλληλη αναζήτηση
23 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κατάβα το· κατάβαν· κατέβα.
-
- Κατέβασμα:
- Τούτο το ανάβα το γοργόν έχει και οξύν κατάβαν (Γλυκά, Στ. 363).
[β´ πρόσ. εν. προστ. αορ. του καταβαίνω ως ουσ. Ο τ. ‑τέ‑ και σήμ. κυπρ. H λ. το 10. αι. (Soph.)]
- Κατέβασμα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατάβαθα τα [katávaθa] Ο (μόνο στην ονομ. και αιτ.) : για κτ. που βρίσκεται πολύ βαθιά, συνήθ.: Tα ~ της γης, τα έγκατα: Θησαυροί θαμμένοι στα ~ της γης. || (μτφ.): Tα ~ (της ψυχής / της καρδιάς), τα μύχια: Σου εύχομαι από τα ~ της ψυχής μου. Tον λυπάμαι ως τα κατάβαθά μου.
[κατα- βάθ(ος) -α, πληθ. του -ο]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταβαθμός ο [katavaθmós] Ο17 : (λόγ.) κατηφορική δίοδος. || (ναυτ.) σκάλα.
[λόγ. < αρχ. καταβαθμός `απότομος κατήφορος΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- καταβάλλω.
-
- I. Ενεργ.
- 1)
- α) Ρίχνω:
- (Φυσιολ. 35024)·
- β) παραδίδω:
- Αδύνατον εις δυνατού χείρας μη καταβάλλεις (Σπαν. O 127)·
- γ) κατεβάζω χαμηλά:
- αυτούς ούς προβιβάζει δε (ενν. η τύχη) τάχιστα καταβάλλει (Βίος Αλ. 3898)·
- δ) φρ. καταβάλλω κάπ. εις οργήν = εξοργίζω κάπ.:
- (Πτωχολ. α 732).
- α) Ρίχνω:
- 2)
- α) Νικώ, υπερνικώ, ταπεινώνω:
- ο θάνατος τα πάντα καταβάλλει (Αχιλλ. N 1820)·
- η σοφία σου γαρ πάντας καταβάλλει γουν φρονίμους (Ερμον. Α 291)·
- β) εξευτελίζω, προσβάλλω:
- (Διήγ. παιδ. 464), (Αλεξ. 664).
- α) Νικώ, υπερνικώ, ταπεινώνω:
- 3) Παραμερίζω, παραγκωνίζω:
- (Ιστ. Βλαχ. 1342).
- 4) Κατηγορώ, διαβάλλω:
- να σου καταβάλω άδικα την καλήν σου γυναίκα (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 426).
- 1)
- II. (Μέσ.) ταπεινώνομαι:
- (Χριστ. διδασκ. 367).
[αρχ. καταβάλλω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταβάλλω 1 [kataválo] -ομαι Ρ πρτ. κατέβαλλα, αόρ. κατέβαλα, απαρέμφ. καταβάλει, παθ. αόρ. καταβλήθηκα, γ' πρόσ. (λόγ., σπάν.) και κατεβλήθη, κατεβλήθησαν, απαρέμφ. καταβληθεί, μππ. καταβεβλημένος* και (σπάν.) καταβλημένος : 1. νικώ, εξουδετερώνω κπ.: Kατόρθωσαν να καταβά λουν τις δυνάμεις του εχθρού. 2. εξαντλώ τις σωματικές ή ψυχικές δυνάμεις κάποιου: H πολύμηνη αρρώστια τον έχει καταβάλει πολύ. Tελευταία καταβλήθηκε πολύ, φαίνεται σαν γέρος. H δυστυχία καταβάλλει τον άνθρωπο.
[λόγ. < αρχ. καταβάλλω & σημδ. γαλλ. accabler]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταβάλλω 2, -ομαι : 1. πληρώνω μια οφειλή ή ένα συμφωνημένο ποσό χρημάτων: Θα καταβάλω το φόρο σε τρεις μηνιαίες δόσεις. Άρχισε να καταβάλλεται το επίδομα αδείας. H χρηματική εγγύηση πρέπει να καταβλη θεί έως αύριο. 2. διαθέτω, ξοδεύω τις σωματικές ή ψυχικές δυνάμεις μου για κάποιο σκοπό, σε εκφράσεις όπως: ~ κόπους / φροντίδες / προσπάθειες. Kατέβαλε πολλούς κόπους για να μεγαλώσει τα παιδιά της. Aπό την κυβέρνηση καταβάλλονται προσπάθειες για τη λύση των οικονομικών προβλημάτων των χαμηλόμισθων.
[λόγ.: 1: αρχ. καταβάλλω· 2: σημδ. γαλλ. accabler]
[Λεξικό Κριαρά]
- κατάβαλμα το.
-
- Κατηγορία, συκοφαντία, διαβολή:
- (Σπαν. (Ζώρ.) V 353).
[<καταβάλλω + κατάλ. ‑μα. Η λ. στο Βλάχ.]
- Κατηγορία, συκοφαντία, διαβολή:
[Λεξικό Κριαρά]
- καταβάνω.
-
- Μαρτυρώ, καταδίδω:
- να θέλεις στον αφέντη μου να πα με καταβάνεις (Φορτουν. Α´ 383).
[<καταβάλλω]
- Μαρτυρώ, καταδίδω:
[Λεξικό Κριαρά]
- καταβαπτίζω.
-
- I. (Ενεργ.) περιλούζω, καταβρέχω:
- καταβαπτισθείς (ενν. ο τύραννος) υπό του οίνου (Δούκ. 38117).
- II. (Μέσ.) βυθίζομαι·
- (εδώ σε μεταφ.):
- μη καταβαπτίζεσθαι βυθῴ της αγνωσίας (Γλυκά, Στ. 7).
- (εδώ σε μεταφ.):
[μτγν. καταβαπτίζω]
- I. (Ενεργ.) περιλούζω, καταβρέχω:
[Λεξικό Κριαρά]
- καταβάπτω.
-
- 1) Βυθίζω κ. σε κ. πέρα για πέρα, καταβυθίζω:
- τα ξίφη των … εκατέβαψαν εις τούτον (ενν. τον Έκτορα) (Ερμον. Υ 275).
- 2) Χρωματίζω κ. εντελώς:
- αφ’ των θεριών τα αίματα είναι καταβαμμένα (ενν. τα ρούχα) (Διγ. O 1376).
[μτγν. καταβάπτω]
- 1) Βυθίζω κ. σε κ. πέρα για πέρα, καταβυθίζω: