Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καστροφύλακας
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καστροφύλακας ο [kastrofílakas] Ο5 : (παρωχ.) φρούραρχος, φύλακας κάστρου.

[μσν. καστροφύλακας < καστροφύλαξ < κάστρ(ον) -ο- + φύλαξ, αιτ. -ακα]

[Λεξικό Κριαρά]
καστροφύλακας ο,
βλ. καστροφύλαξ.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες