Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καστανομάλλης -α -ικο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καστανομάλλης -α -ικο [kastanomális] Ε9 θηλ. και καστανομαλλούσα [kastanomalúsa] Ο25α : που έχει καστανά μαλλιά. || (ως ουσ.): Προτιμάει τις καστανομάλλες.

[κασταν(ός) -ο- + -μάλλης· καστανομάλλ(ης) -ούσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go