Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καστέλλο το.
-
- Κάστρο:
- (Πορτολ. A 21326).
- Η λ. σε τοπων.:
- (Μαχ. 2029), (Πορτολ. Α 18317).
[<ιταλ. castello]
- Κάστρο:
[Λεξικό Κριαρά]
- καστελλοκυκλωμένος, μτχ. επίθ.
-
- Που βρίσκεται μέσα σε πύργο:
- «Ω ρόδον πυργοφύλακτον, καστελλοκυκλωμένον …» (Φλώρ. 1748).
[<ουσ. καστέλλι + μτχ. παρκ. του κυκλώνω]
- Που βρίσκεται μέσα σε πύργο:
[Λεξικό Κριαρά]
- καστελλόπουλο το.
-
- Μικρό φρούριο, κάστρο:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 21211).
[<ουσ. καστέλλι + κατάλ. ‑πουλο]
- Μικρό φρούριο, κάστρο:



