Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κασσιτερωτής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κασσιτερωτής ο [kasiterotís] Ο7 : τεχνίτης που κασσιτερώνει χάλκινα σκεύη· γανωτής.

[λόγ. κασσιτερω- (δες κασσιτερώνω) -τής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες