Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κασσιτερίτης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κασσιτερίτης ο [kasiterítis] Ο10 : ορυκτό από το οποίο κυρίως εξάγεται ο κασσίτερος.

[λόγ. < γαλλ. θηλ. cassitérite < αρχ. κασσίτερ(ος) -ite = -ίτης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go