Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κασκαρίκα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κασκαρίκα η [kaskaríka] Ο25α : (οικ.) πάθημα, συνήθ. όχι σοβαρό, που είναι αποτέλεσμα σκηνοθετημένης ενέργειας τρίτων ή απερισκεψίας του ίδιου του παθόντα: Mου σκάρωσε μια ~ που το φυσάω και δεν κρυώνει. Έπαθα μια ~!

[ιταλ.(;) (πρβ. τουρκ. kaşkariko ( [-rí-] ) `απάτη΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες