Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρύδι
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρύδι το [karíδi] Ο44 : 1. ο καρπός της καρυδιάς, που έχει σφαιρικό σχή μα και που αποτελείται από έναν εξωτερικό πράσινο φλοιό ο οποίος όταν ωριμάσει ξεραίνεται και πέφτει, από ένα ξυλώδες κέλυφος και από τον πυρήνα, την ψίχα, που είναι φαγώσιμος: Φρέσκα / ξερά καρύδια. Aφρά τα καρύδια, που σπάζουν εύκολα. || (ειδικότ.) ο πυρήνας που σχηματίζεται από δύο μεγάλες κοτυληδόνες, κυρίως ο αποξηραμένος, η ψίχα του καρυδιού. ΦΡ κάθε καρυδιάς* ~. σκληρό ~, για κπ. που είναι σκληρός στις διαπραγματεύσεις, που δεν υποχωρεί εύκολα. κούφια καρύδια, για ανόητα ή ασήμαντα λόγια ή συζητήσεις. ΠAΡ ΦΡ τα δικά μας είναι καρύδια και ακούγονται, τα δικά τους σύκα και δεν ακούγονται, για λάθη ή ελαττώματα που στη μια περίπτωση προβάλλονται και κατακρίνονται, ενώ στην άλλη αποσιωπώνται. 2. χόνδρος του λάρυγγα, που σχηματίζει μια ιδιαίτερα εμφανή προεξοχή στο λαιμό μερικών αντρών· το μήλο του Aδάμ. (έκφρ.) θα σου στρίψω / κόψω το ~, θα σε πνίξω / σφάξω. ΣYN έκφρ. θα σου στρίψω / κόψω το λαρύγγι. καρυδάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό καρύδι. 2. γλυκό του κουταλιού από μικρά, άγουρα καρύδια, με την εξωτερική πράσινη φλούδα: Mας κέρασε και σπιτικό ~.

[μσν. καρύδι < αρχ. καρύδιον (υποκορ. του κάρυον) (στη σημ. 1)]

[Λεξικό Κριαρά]
καρύδι(ν) το.
  • Καρπός του δένδρου καρυδιά:
    • (Ασσίζ. 245).

[αρχ. ουσ. καρύδιον. Η λ. (ι) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρυδιά η [kariδjá] Ο24 : 1. δέντρο που συναντάται αυτοφυές ή που καλλιεργείται για τους φαγώσιμους καρπούς του και για το σκληρό και κατάλληλο για την επιπλοποιία ξύλο του: Έβρασε φύλλα καρυδιάς και έκανε λοσιόν για τα μαλλιά. ΦΡ κάθε καρυδιάς καρύδι, μειωτικά, για ομάδα ανθρώπων που η προέλευσή τους είναι ποικίλη, άγνωστη ή και ύποπτη: Nα σταματήσεις να μου κουβαλάς κάθε μέρα στο σπίτι κάθε καρυδιάς καρύδι. 2. το ξύλο της καρυδιάς: Έπιπλα από ~. || (ως επίθ): H τραπεζαρία είναι ~, κάρινη. Kαρέκλες ~.

[καρύδ(ι) -ιά]

[Λεξικό Κριαρά]
Καρύδιος ο.
  • Προσωποπ. του ουσ. καρύδι(ν):
    • (Πωρικ. I 94).
[Λεξικό Κριαρά]
καρυδίτσιν το.
  • Καρύδι:
    • (Προδρ. IV 327 χφ P κριτ. υπ).

[<ουσ. καρύδιν + κατάλ. ίτσιν. Η λ. και σήμ. ποντ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες