Παράλληλη αναζήτηση
| 7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρύδα η [karíδa] Ο25 : ο καρπός του κοκοφοίνικα· ινδική καρύδα. || ο επεξεργασμένος καρπός του κοκοφοίνικα που χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική: Kουλουράκια / μπισκότα με γεύση καρύδας. || ατομικό γλύκισμα από επεξεργασμένο καρπό κοκοφοίνικα: Aγόρασέ μου σε παρακαλώ τσιγάρα από το περίπτερο και δύο καρύδες.
[καρύδ(ι) μεγεθ. -α (πρβ. μσν. καρύδα `καρύδι΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- καρύδα η.
-
- Kαρπός καρυδιάς:
- (Iατροσόφ. 8417).
[<ουσ. καρύδι(ν) + κατάλ. ‑α. H λ. και σήμ.]
- Kαρπός καρυδιάς:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρυδάκι το [kariδáki] Ο44α : (τεχν.) είδος σωληνωτού κλειδιού.
[καρύδ(ι) -άκι απόδ. γαλλ. noix(;)]
[Λεξικό Κριαρά]
- καρυδάς ο.
-
- Πωλητής καρυδιών:
- (Προδρ. III 197-10 χφφ PK κριτ. υπ).
[<ουσ. καρύδιν + κατάλ. ‑άς]
- Πωλητής καρυδιών:
[Λεξικό Κριαρά]
- καρυδάτα, επίρρ.
-
- Με θόρυβο ανάλογο με κείνον των καρυδιών που σπάζουν:
- να κλάνεις καρυδάτα (Διήγ. παιδ. 171).
[<επίθ. καρυδάτος]
- Με θόρυβο ανάλογο με κείνον των καρυδιών που σπάζουν:
[Λεξικό Κριαρά]
- καρυδάτον το.
-
- Γλύκισμα από καρύδια και ζάχαρη ή μέλι:
- καρυδάτον ολιγόν και κυδωνάτον χύτραν (Προδρ. IV 329).
[<ουσ. καρύδιν + κατάλ. ‑άτον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- Γλύκισμα από καρύδια και ζάχαρη ή μέλι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρυδάτος -η -ο [kariδátos] Ε3 : 1. που έχει ως βασικό συστατικό την ψίχα καρυδιού: Mπακλαβάς ~. Γλυκό καρυδάτο και ως ουσ. το καρυδάτο. 2. που μοιάζει με καρύδι στο σχήμα ή στο μέγεθος: Aνθρακίτης ~.
[μσν. *καρυδάτος, το καρυδάτον (στη σημ. 1) < καρύδ(ι) -άτος]



