Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρχηδονιακός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρχηδονιακός -ή -ό [karxiδoniakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην Kαρχηδόνα ή στους Kαρχηδονίους: Kαρχηδονιακοί πόλεμοι.

[λόγ. < ελνστ. Kαρχηδονιακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες