Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καρυοθραύστης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρυοθραύστης ο [karioθráfstis] Ο10 : εργαλείο που μοιάζει με τανάλια και που χρησιμοποιείται για το σπάσιμο των καρυδιών.

[λόγ. κάρυ(ον) -ο- + θραυσ- (θραύω) -της μτφρδ. γαλλ. casse-noisette]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go